top of page

Η επίδραση της φυλής και του φύλου στην ταχύτητα αναγνώρισης των συναισθημάτων του προσώπου

Έγινε ενημέρωση: 30 Ιουλ

Η επίδραση της φυλής και του φύλου στην ταχύτητα αναγνώρισης των συναισθημάτων του προσώπου.
Η επίδραση της φυλής και του φύλου στην ταχύτητα αναγνώρισης των συναισθημάτων του προσώπου

Περίληψη


Η παρούσα μελέτη διερεύνησε τον ρόλο των κοινωνικών στερεοτύπων στην ταχύτητα αναγνώρισης συναισθημάτων προσώπου, με έμφαση στη διασταύρωση της φυλής και του φύλου. Βασισμένη σε προηγούμενη βιβλιογραφία που υποστηρίζει ότι οι εκφράσεις θυμού σε μαύρα ανδρικά πρόσωπα αναγνωρίζονται γρηγορότερα λόγω στερεοτυπικής σύνδεσης με την επιθετικότητα, η μελέτη εξέτασε τρεις υποθέσεις σχετικές με διαφορές στους μέσους χρόνους αντίδρασης κατά την αναγνώριση συναισθημάτων (θυμού και χαράς) σε μαύρα και λευκά ανδρικά και γυναικεία πρόσωπα. Συνολικά, 52 συμμετέχοντες ολοκλήρωσαν μια διαδικτυακή πειραματική εργασία, η οποία υλοποιήθηκε μέσω του Psytoolkit και χρησιμοποίησε ερεθίσματα προσώπων από τη βάση δεδομένων NimStim.


Ο σχεδιασμός ήταν εντός των υποκειμένων (within-subjects), και η ανάλυση βασίστηκε σε τρία paired samples t-tests. Τα αποτελέσματα έδειξαν στατιστικά σημαντικά ταχύτερη αναγνώριση του θυμού σε λευκά ανδρικά πρόσωπα σε σύγκριση με μαύρα, αλλά δεν επιβεβαίωσαν διαφορές για τα γυναικεία θυμωμένα πρόσωπα ούτε για τα χαρούμενα ανδρικά πρόσωπα. Η συζήτηση εστιάζει στην πιθανή επίδραση του ingroup bias λόγω της εθνοτικής σύνθεσης του δείγματος, αναδεικνύοντας την ανάγκη για περαιτέρω μελέτες με μεγαλύτερη ποικιλομορφία. Τα ευρήματα προσφέρουν σημαντικές ενδείξεις για την επίδραση των κοινωνικών κατηγοριοποιήσεων στη συναισθηματική επεξεργασία, συμβάλλοντας στη βιβλιογραφία που σχετίζεται με τις προκαταλήψεις στην κοινωνική αντίληψη.


Η ικανότητα γρήγορης και ακριβούς αναγνώρισης των συναισθημάτων μέσω της έκφρασης του προσώπου αποτελεί θεμελιώδη πτυχή της ανθρώπινης κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Μέσα από τη μη λεκτική επικοινωνία, όπως η έκφραση θυμού ή χαράς, οι άνθρωποι αποκτούν κρίσιμες πληροφορίες για τις προθέσεις και τα συναισθήματα των άλλων, διευκολύνοντας έτσι την κοινωνική συνοχή και την έγκαιρη λήψη αποφάσεων (Ekman & Friesen, 1971). Ωστόσο, η αναγνώριση των εκφράσεων του προσώπου δεν είναι μία καθαρά ουδέτερη γνωστική διαδικασία. Ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι πολιτισμικά στερεότυπα, έμφυλες και φυλετικές προκαταλήψεις επηρεάζουν το πώς αντιλαμβανόμαστε και ερμηνεύουμε τα συναισθήματα των άλλων (Hugenberg & Bodenhausen, 2003). Η κοινωνική κατηγοριοποίηση, η οποία ενεργοποιείται αυτόματα, μπορεί να χρωματίσει την αντίληψη συναισθημάτων, ενισχύοντας είτε την ταχύτητα είτε την ανακρίβεια στην αναγνώριση συναισθηματικών καταστάσεων (Hugenberg et al., 2005).


Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και σταθερά αναπαραγόμενη επίδραση είναι το φαινόμενο του Happy Face Advantage (HFA), σύμφωνα με το οποίο οι συμμετέχοντες αναγνωρίζουν γρηγορότερα και πιο εύστοχα τις χαρούμενες εκφράσεις σε σύγκριση με τις αρνητικές (Bijlstra et al., 2010). Το πλεονέκτημα αυτό εμφανίζεται πιο έντονα όταν τα πρόσωπα είναι γυναικεία, ενώ αντίθετα, οι αρνητικές εκφράσεις – ειδικά ο θυμός – φαίνεται να αναγνωρίζονται ταχύτερα σε πρόσωπα μαύρων ανδρών (Hugenberg, 2005). Αυτό το φαινόμενο αποδίδεται στη σύνδεση μεταξύ της κοινωνικά κατασκευασμένης ταυτότητας των μαύρων ανδρών και στερεοτυπικών χαρακτηριστικών επιθετικότητας και απειλής. Η υφιστάμενη βιβλιογραφία έχει αναδείξει την ύπαρξη τέτοιων στερεοτυπικών επιδράσεων, ωστόσο πολλές μελέτες δεν εξετάζουν ταυτόχρονα τη διασταύρωση φυλής, φύλου και τύπου συναισθήματος στην ταχύτητα αντίδρασης. Ειδικά σε ό,τι αφορά τη χαρά – ένα κοινωνικά θετικά φορτισμένο συναίσθημα – δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο αν η αναγνώρισή της επηρεάζεται το ίδιο από φυλετικά ή έμφυλα στερεότυπα, όπως συμβαίνει με τον θυμό. Το κενό αυτό επιχειρεί να καλύψει η παρούσα μελέτη.


Ο κύριος σκοπός της έρευνας ήταν να διερευνηθεί αν και πώς οι κοινωνικές κατηγορίες της φυλής και του φύλου επηρεάζουν τον μέσο χρόνο αντίδρασης στην αναγνώριση συναισθημάτων (θυμού, χαράς, ουδετερότητας) σε πρόσωπα. Συγκεκριμένα, εξετάζονται τρεις συγκρίσεις: μεταξύ θυμωμένων μαύρων και θυμωμένων λευκών ανδρικών προσώπων (H1),μεταξύ θυμωμένων μαύρων και θυμωμένων λευκών γυναικείων προσώπων (H2),και μεταξύ χαρούμενων μαύρων και χαρούμενων λευκών ανδρικών προσώπων (H3).


Η μελέτη βασίστηκε σε προηγούμενα εμπειρικά ευρήματα και είχε στόχο να συνεισφέρει στην καλύτερη κατανόηση της σχέσης μεταξύ κοινωνικής ταυτότητας και συναισθηματικής επεξεργασίας. Εφόσον επιβεβαιωθούν οι υποθέσεις, τα ευρήματα μπορούν να συμβάλουν στην ερμηνεία στερεοτυπικών αντιδράσεων σε καθημερινά κοινωνικά περιβάλλοντα, καθώς και στην ανάπτυξη εκπαιδευτικών ή πολιτικών παρεμβάσεων με στόχο τη μείωση των προκαταλήψεων.

 

Μέθοδος


Συμμετέχοντες

Το δείγμα αποτελούνταν από 52 συμμετέχοντες (38 γυναίκες και 14 άνδρες), ηλικίας 18 έως 65 ετών (M = 24.44, SD = 10.04) και ποικίλων εθνοτήτων (73.1% Λευκοί, 13.5% Ασιάτες, 9.6% Μικτής καταγωγής και 3.8% Άλλο). Για τη μελέτη επιλέχθηκαν ενήλικες, οι οποίοι προήλθαν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όσοι συμμετέχοντες ήταν κάτω των 18 ετών και δεν αποδέχτηκαν τις ερωτήσεις συναίνεσης, δεν τους επιτράπηκε να συμμετάσχουν στο πείραμα.

 

Σχεδιασμός

Πραγματοποιήθηκε πειραματικός σχεδιασμός εντός των υποκειμένων (within-subjects), με σκοπό τη διερεύνηση της διαφοράς των μέσων σωστών χρόνων αντίδρασης (εξαρτημένη μεταβλητή) μεταξύ 1) θυμωμένων μαύρων ανδρικών προσώπων και θυμωμένων λευκών ανδρικών προσώπων, 2) θυμωμένων μαύρων γυναικείων προσώπων και θυμωμένων λευκών γυναικείων προσώπων, και 3) χαρούμενων μαύρων ανδρικών προσώπων και χαρούμενων λευκών ανδρικών προσώπων (ανεξάρτητες μεταβλητές: φυλή προσώπου, φύλο προσώπου και τύπος συναισθηματικής έκφρασης).

 

Υλικά

Για τη διεξαγωγή της μελέτης χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα Psytoolkit (2025). Όσον αφορά την έκφραση-ερέθισμα (stimuli) του προσώπου, τα πρόσωπα επιλέχθηκαν από το σύνολο δεδομένων NimStim (Tottenham et al., 2009). Για το πείραμα επιλέχθηκαν 32 πρόσωπα, 16 λευκά πρόσωπα (8 ανδρικά και 8 γυναικεία) και 16 μαύρα πρόσωπα (8 ανδρικά και 8 γυναικεία). Κάθε πρόσωπο παρουσίαζε δύο εκφράσεις εντός κάθε πειραματικής συνθήκης (μπλοκ), οδηγώντας σε 64 δοκιμές (32 πρόσωπα × 2 εκφράσεις = 64 δοκιμές). Συγκεκριμένα, μπλοκ Α: θυμός vs ουδετερότητα και μπλοκ Β: χαρά vs ουδετερότητα. Κάθε μπλοκ επαναλαμβάνονταν δύο φορές, έτσι ώστε να δημιουργηθούν 128 δοκιμές (64 δοκιμές × 2 επαναλήψεις = 128 δοκιμές). Κάθε μπλοκ αποτελούνταν από 128 δοκιμές έκαστο. Άρα, το πείραμα συνολικά αποτελούνταν από 256 δοκιμές (128 δοκιμές × 2 μπλοκ = 256 δοκιμές).

 

Διαδικασία

Η διαδικασία αυτή εγκρίθηκε από την Επιτροπή Δεοντολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας του DEI College (Παράρτημα Α). Οι συμμετέχοντες χρησιμοποίησαν ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Αρχικά, έλαβαν ενημέρωση (Παράρτημα Β), ερωτήσεις συγκατάθεσης (Παράρτημα Γ) και οδηγίες  για τη συμμετοχή τους στο έργο οπτικής αντίληψης που περιλάμβανε ταχύτατες κρίσεις εκφράσεων προσώπου. Η διαδικασία του πειράματος βασίστηκε στην προσαρμογή των Leppänen και Hietanen (2003). Στη συνέχεια, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να συμπληρώσουν ένα σύντομο ερωτηματολόγιο με δημογραφικές ερωτήσεις. Το πείραμα αποτελούνταν από 2 μπλοκ των 128 δοκιμών το καθένα. Κάθε δοκιμή αποτελούνταν από την παρουσίαση ενός προσώπου-στόχου που εμφάνιζε μια έκφραση-ερέθισμα προσώπου. Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αναγνωρίσουν ποιο από τα τρία συναισθήματα (θυμός ή χαρά ή ουδετερότητα) έδειχνε κάθε πρόσωπο-στόχος όσο το δυνατόν γρηγορότερα, κάνοντας όσο το δυνατόν λιγότερα λάθη. Για κάθε μπλοκ και για κάθε συμμετέχοντα, δημιουργήθηκε από τον υπολογιστή μια νέα τυχαία ακολουθία σειράς δοκιμών. 8 δοκιμές εξάσκησης (practice trials) προηγήθηκαν του πρώτου μπλοκ δοκιμών (experiment trials) και 8 δοκιμές εξάσκησης προηγήθηκαν του δεύτερου μπλοκ δοκιμών. Τα πρόσωπα για τις δοκιμασίες εξάσκησης δεν χρησιμοποιήθηκαν στα κύρια μπλοκ δοκιμών. Η ακολουθία τόσο των πειραματικών δοκιμών, όσο και των δοκιμών εξάσκησης ήταν: 1) κενό διάστημα 1000 ms, 2) σταυρός εστίασης-σταθεροποίησης 500 ms, και 3) το ερέθισμα του προσώπου έως ότου είτε ο συμμετέχων ανταποκριθεί, είτε παρέλθουν 3 sec. Εάν οι συμμετέχοντες δεν απαντούσαν εντός 3 sec, λάμβαναν την ανατροφοδότηση «too slow» για επιπλέον 500 ms. Οι συμμετέχοντες έλαβαν οδηγίες να ανταποκριθούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και με ακρίβεια. Οι συμμετέχοντες στο πρώτο μπλοκ δοκιμών απαντούσαν πατώντας το πλήκτρο “H” στο πληκτρολόγιό τους με τον αριστερό δείκτη για να υποδηλώσουν μια χαρούμενη έκφραση και το “Ν” με τον δεξιό δείκτη για να υποδηλώσουν μια ουδέτερη έκφραση. Στο δεύτερο μπλοκ δοκιμών απαντούσαν πατώντας το πλήκτρο “Α” στο πληκτρολόγιό τους με τον αριστερό δείκτη για να υποδηλώσουν μια θυμωμένη έκφραση και το “Ν” με τον δεξιό δείκτη για να υποδηλώσουν μια ουδέτερη έκφραση. Μόλις οι συμμετέχοντες ολοκλήρωσαν τα πειραματικά μπλοκ έλαβαν ευχαριστίες και την τελική ενημέρωση (Παράρτημα Δ). Για τη συμμετοχή τους στο πείραμα δημιουργήθηκε link, το οποίο αναρτήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μαζί με την αντίστοιχη διαφήμιση (Παράρτημα Ε). Για την στατιστική ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό JASP v0.19.0.0.

 

Αποτελέσματα


Το τελικό δείγμα αποτελούνταν από 52 συμμετέχοντες. Κατά την προ-επεξεργασία των δεδομένων αφαιρέθηκαν 1) οι λανθασμένες απαντήσεις (π.χ. αν κάποιος πάτησε «χαρούμενος» ενώ το πρόσωπο ήταν «θυμωμένο»), 2) οι συμμετέχοντες που είχαν λιγότερο από 60% σωστές απαντήσεις, και 3) οι πολύ μεγάλοι ή πολύ μικροί χρόνοι αντίδρασης, όπου «μεγάλοι» και «μικροί» θεωρούνται οι χρόνοι αντίδρασης των οποίων η διάμεση τιμή (median) είναι ± 3 φορές η διάμεση απόλυτη απόκλιση (Median Absolute Deviation – MAD) (Leys et al., 2013). Ακολούθως, υπολογίστηκε ο μέσος χρόνος αντίδρασης για κάθε συμμετέχοντα και για κάθε συνθήκη προσώπου.

Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση των διαφορών στους μέσους σωστούς χρόνους αντίδρασης μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών συναισθηματικής έκφρασης, φύλου και φυλής. Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται τα περιγραφικά στατιστικά (Μέση Τιμή και Τυπική Απόκλιση) για κάθε πειραματική συνθήκη.

 

Πίνακας 1

Περιγραφικά στατιστικά στοιχεία (Μέση Τιμή και Τυπική απόκλιση-SD) των μέσων σωστών χρόνων αντίδρασης των προσώπων

Μεταβλητή

Μέση Τιμή

Τυπική Απόκλιση

Μαύροι Άνδρες – Θυμωμένοι

0.710

0.101

Λευκοί Άνδρες – Θυμωμένοι

0.681

0.110

Μαύρες Γυναίκες – Θυμωμένες

0.716

0.109

Λευκές Γυναίκες – Θυμωμένες

0.700

0.105

Μαύροι Άνδρες – Χαρούμενοι

0.679

0.087

Λευκοί Άνδρες -  Χαρούμενοι

0.683

0.094

Ο έλεγχος των Shapiro–Wilk αποκάλυψε ότι όλες οι εξεταζόμενες μεταβλητές ακολουθούσαν την Κανονική Κατανομή. Συγκεκριμένα, θυμωμένοι μαύροι άνδρες (p = .713), θυμωμένοι λευκοί άνδρες (p = .938), θυμωμένες μαύρες γυναίκες (= .621), θυμωμένες λευκές γυναίκες (p = .332), χαρούμενοι μαύροι άνδρες (p = .223), χαρούμενοι λευκοί άνδρες (p = .598).

  

Ως εκ τούτου, πραγματοποιήθηκαν 3 paired samples t-tests. Πιο αναλυτικά:

Υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά στους μέσους σωστούς χρόνους αντίδρασης μεταξύ των θυμωμένων μαύρων ανδρικών προσώπων (M = 0.710, SD = 0.101) και των θυμωμένων λευκών ανδρικών προσώπων (M = 0.681, SD = 0.110), t(51) = 2.774, p = .008 (Cohen’s d = 0.39, 95% CI [0.10, 0.67]), υποδεικνύοντας ότι γρηγορότερους μέσους σωστούς χρόνους αντίδρασης είχαν τα θυμωμένα λευκά ανδρικά πρόσωπα, με χαμηλό προς μέτριο μέγεθος επίδρασης.


Το αποτέλεσμα επιβεβαιώνεται και από το Σχήμα 1 παρακάτω.

 

Σχήμα 1


 

Ραβδόγραμμα (Bar plot) των μέσων σωστών χρόνων αντίδρασης μεταξύ των θυμωμένων μαύρων και λευκών ανδρικών προσώπων
Ραβδόγραμμα (Bar plot) των μέσων σωστών χρόνων αντίδρασης μεταξύ των θυμωμένων μαύρων και λευκών ανδρικών προσώπων

Δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στους μέσους σωστούς χρόνους αντίδρασης μεταξύ των θυμωμένων μαύρων γυναικείων προσώπων (M = 0.716, SD = 0.109) και των θυμωμένων λευκών γυναικείων προσώπων (M = 0.700, SD = 0.105), t(51) = 1.522, p = .134 (Cohen’s d = 0.21, 95% CI [-0.07, 0.49]), υποδεικνύοντας ότι δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δύο συνθήκες, και η επίδραση ήταν μικρού μεγέθους.

Το αποτέλεσμα επιβεβαιώνεται και από το Σχήμα 2 παρακάτω.

 

Σχήμα 2

.

Ραβδόγραμμα (Bar plot) των μέσων σωστών χρόνων αντίδρασης μεταξύ θυμωμένων μαύρων και λευκών γυναικείων προσώπων
Ραβδόγραμμα (Bar plot) των μέσων σωστών χρόνων αντίδρασης μεταξύ θυμωμένων μαύρων και λευκών γυναικείων προσώπων

Δεν εντοπίστηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στους μέσους σωστούς χρόνους αντίδρασης μεταξύ των χαρούμενων μαύρων ανδρικών προσώπων (M = 0.679, SD = 0.087) και των χαρούμενων λευκών ανδρικών προσώπων (M = 0.683, SD = 0.094), t(51) = -0.496, p = .622 (Cohen’s d = -0.07, 95% CI [-0.34, 0.20]), υποδεικνύοντας ουσιαστικά καμία διαφορά μεταξύ των δύο συνθηκών, με αμελητέο μέγεθος επίδρασης.

Το αποτέλεσμα επιβεβαιώνεται και από το Σχήμα 3 παρακάτω.

 

Σχήμα 3


Ραβδόγραμμα (Bar plot) των μέσων σωστών χρόνων αντίδρασης μεταξύ μαύρων και λευκών χαρούμενων ανδρικών προσώπων
Ραβδόγραμμα (Bar plot) των μέσων σωστών χρόνων αντίδρασης μεταξύ μαύρων και λευκών χαρούμενων ανδρικών προσώπων

Συζήτηση


Η παρούσα μελέτη είχε ως στόχο να διερευνήσει την επίδραση της φυλής και του φύλου στην ταχύτητα αναγνώρισης συναισθημάτων προσώπου. Πιο συγκεκριμένα, εξετάστηκαν οι διαφορές στους μέσους χρόνους αντίδρασης μεταξύ μαύρων και λευκών προσώπων με διαφορετικά συναισθηματικά χαρακτηριστικά (θυμός ή χαρά), με επίκεντρο το φύλο των προσώπων. Από τις τρεις ερευνητικές υποθέσεις, υποστηρίχθηκε μόνο η πρώτη (H1), σύμφωνα με την οποία οι συμμετέχοντες ήταν σημαντικά ταχύτεροι στην κατηγοριοποίηση των θυμωμένων λευκών ανδρικών προσώπων σε σύγκριση με τα αντίστοιχα μαύρα ανδρικά πρόσωπα. Οι υπόλοιπες δύο υποθέσεις (H2 και H3) δεν υποστηρίχθηκαν από τα δεδομένα, καθώς δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των σχετικών συνθηκών.


Το εύρημα αυτό βρίσκεται σε αντιδιαστολή με την υπάρχουσα βιβλιογραφία (π.χ. Hugenberg, 2005), η οποία είχε δείξει ότι τα θυμωμένα μαύρα πρόσωπα (και ιδιαίτερα οι άνδρες) τείνουν να αναγνωρίζονται πιο γρήγορα λόγω της συσχέτισής τους με στερεοτυπικές αντιλήψεις περί επιθετικότητας. Αντί για αυτό, στη δική μας μελέτη οι συμμετέχοντες αντέδρασαν ταχύτερα στα λευκά πρόσωπα, πιθανώς λόγω μεγαλύτερης εξοικείωσης με τα χαρακτηριστικά τους, δεδομένου ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ήταν λευκοί. Αυτή η εξοικείωση μπορεί να έχει διευκολύνει τη γνωστική επεξεργασία, γεγονός που έχει υποστηριχθεί και από άλλες μελέτες που εξετάζουν τη φυλετική εγγύτητα (ingroup bias) στην επεξεργασία εκφράσεων (Hugenberg & Sczesny, 2006). Η μη στατιστικά σημαντική διαφορά στους χρόνους αναγνώρισης των θυμωμένων γυναικείων προσώπων (H2) ενδεχομένως να οφείλεται στο ότι τα έμφυλα στερεότυπα λειτουργούν διαφορετικά για τις γυναίκες.


Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες θεωρούνται λιγότερο απειλητικές και πιο συναισθηματικά εκφραστικές σε γενικές γραμμές, γεγονός που μπορεί να μετρίασε τυχόν διαφορές μεταξύ μαύρων και λευκών γυναικείων προσώπων σε επίπεδο αναγνώρισης θυμού. Επιπλέον, για τη σύγκριση των χαρούμενων ανδρικών προσώπων (H3), δεν παρατηρήθηκε κάποια διαφορά στους χρόνους αντίδρασης, γεγονός που ευθυγραμμίζεται με ευρήματα που υποδεικνύουν ότι η έκφραση της χαράς γίνεται γενικά πιο γρήγορα αναγνωρίσιμη, ανεξαρτήτως φυλής. Εντούτοις, ενώ ορισμένες μελέτες επικεντρώνονται στην ταχύτητα αναγνώρισης του θυμού σε μαύρους άνδρες, η τρέχουσα έρευνα επεκτείνει τη σύγκριση σε άλλες κοινωνικές κατηγορίες, όπως το φύλο, δίνοντας νέες διαστάσεις στην κατανόηση των στερεοτύπων που επηρεάζουν τη συναισθηματική επεξεργασία. Ειδικότερα, η έλλειψη σημαντικών διαφορών στη σύγκριση των χαρούμενων προσώπων (H3) ευθυγραμμίζεται με τα ευρήματα των Bijlstra et al. (2010), οι οποίοι εντόπισαν ότι η αναγνώριση χαρούμενων εκφράσεων συνήθως δεν επηρεάζεται από φυλετικά ή έμφυλα στερεότυπα.


Παρά τα μη στατιστικά σημαντικά ευρήματα στις δύο από τις τρεις υποθέσεις, η μελέτη προσφέρει σημαντικές ενδείξεις σχετικά με το πώς οι κοινωνικές κατηγορίες ενδέχεται να αλληλεπιδρούν με τις γνωστικές διαδικασίες αναγνώρισης συναισθημάτων. Ένα θετικό στοιχείο του σχεδιασμού ήταν ο πειραματικός έλεγχος εντός των υποκειμένων, που αύξησε την ευαισθησία του τεστ και μείωσε την επίδραση ατομικών διαφορών. Επίσης, η χρήση ελεγχόμενων ερεθισμάτων από τη βάση NimStim προσέφερε εγκυρότητα στο υλικό και φυσικά, θεμελιώδες γεγονός αποτελεί το ότι μέσω της φόρμας ηθικής και του ενημερωτικού φυλλαδίου, τηρήθηκαν όλα τα μέτρα ηθικής και δεοντολογίας και ενημερώθηκαν όλοι οι συμμετέχοντες, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί πλήρως η αξιοπιστία της στατιστικής μελέτης.


Ωστόσο, η μελέτη δεν ήταν χωρίς περιορισμούς. Ο σχετικά μη ισορροπημένος αριθμός συμμετεχόντων ανά εθνοτική ομάδα, με υπερεκπροσώπηση λευκών, ενδέχεται να έχει επηρεάσει τα αποτελέσματα λόγω ingroup bias. Επίσης, το γεγονός ότι το είδος έκφρασης (θυμός/χαρά) δεν παρουσιάστηκε στην ίδια εργασία αλλά σε διαφορετικά μπλοκ, ίσως περιόρισε τη δυνατότητα άμεσων συγκρίσεων ανάμεσα στα συναισθήματα. Η συχνότητα εμφάνισης των ερεθισμάτων και η διάταξη των απαντήσεων στο πληκτρολόγιο ίσως επηρέασαν τη στρατηγική των συμμετεχόντων κατά την αναγνώριση των εκφράσεων. Μελλοντικές έρευνες θα μπορούσαν να διερευνήσουν τη συμμετοχική ποικιλομορφία με μεγαλύτερη ισοκατανομή μεταξύ των εθνοτικών ομάδων, να εξετάσουν τα συναισθήματα εντός του ίδιου μπλοκ, καθώς και να συμπεριλάβουν περισσότερες κατηγορίες συναισθημάτων, όπως φόβος ή λύπη. Επιπλέον, η χρήση καταγραφής βλέμματος (eye-tracking) ή νευροφυσιολογικών μεθόδων θα μπορούσε να προσφέρει πιο λεπτομερή κατανόηση της γνωστικής επεξεργασίας πίσω από τα πρότυπα αυτά.


Η παρούσα μελέτη υπογραμμίζει τη σημασία των κοινωνικών κατηγοριοποιήσεων στην επεξεργασία συναισθηματικών πληροφοριών και προσφέρει νέα δεδομένα σχετικά με τη δυναμική μεταξύ φυλής, φύλου και συναισθηματικής έκφρασης. Αν και τα ευρήματα δεν ήταν όλα σύμφωνα με τις αρχικές υποθέσεις, ενισχύουν τη σημασία της περαιτέρω διερεύνησης αυτών των φαινομένων και συμβάλλουν στην κατανόηση των υποκείμενων μηχανισμών που επηρεάζουν την κοινωνική αντίληψη.


 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Bijlstra, G., Holland, R. W., Dotsch, R., Hugenberg, K., & Wigboldus, D. H. J. (2010). Stereotype associations and emotion recognition. Personality and Social Psychology Bulletin, 36(7), 934–947. https://doi.org/10.1177/0146167210370655

Ekman, P., & Friesen, W. V. (1971). Constants across cultures in the face and emotion. Journal of Personality and Social Psychology, 17(2), 124–129. https://doi.org/10.1037/h0030377

Hugenberg, K. (2005). Social categorization and the perception of facial affect: Target race moderates the response latency advantage for happy faces. Emotion, 5(3), 267–276. https://doi.org/10.1037/1528-3542.5.3.267

Hugenberg, K., & Bodenhausen, G. V. (2003). Facing prejudice: Implicit prejudice and the perception of facial threat. Psychological Science, 14(6), 640–643. https://doi.org/10.1046/j.0956-7976.2003.psci_1478.x

Hugenberg, K., & Sczesny, S. (2006). The face of prejudice: The manifestation of stereotypes in facial expressions. Journal of Experimental Social Psychology, 42(6), 792–798. https://doi.org/10.1016/j.jesp.2005.12.001

Leppänen, J. M., & Hietanen, J. K. (2003). Affect and Face Perception: Odors Modulate the Recognition Advantage of Happy Faces. Emotion, 3(4), 315–326. https://doi.org/10.1037/1528-3542.3.4.315

Leys, C., Ley, C., Klein, O., Bernard, P., & Licata, L. (2013). Detecting outliers: Do not use standard deviation around the mean, use absolute deviation around the median. Journal of Experimental Social Psychology, 49(4), 764–766. https://doi.org/10.1016/j.jesp.2013.03.013

PsyToolkit. (2025). PsyToolkit: A toolkit for psychology experiments and surveys. https://www.psytoolkit.org/

Tottenham, N., Tanaka, J. W., Leon, A. C., McCarry, T., Nurse, M., Hare, T. A., Marcus, D. J., Westerlund, A., Casey, B. J., & Nelson, C. (2009). The NimStim set of facial expressions: Judgments from untrained research participants. Psychiatry Research, 168(3), 242–249. https://doi.org/10.1016/j .psychres.2008.05.006 

 
 
bottom of page